- καμακώνω
- καμακώνω, καμάκωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καμακώνω — [καμάκι] 1. ψαρεύω με καμάκι, χτυπώ το ψάρι με καμάκι, καμακίζω 2. προσελκύω γυναίκα με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («ύστερα από πολλές προσπάθειες τήν καμάκωσε») … Dictionary of Greek
καμακώνω — βλ. καμακίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαμάκωτος — η, ο [καμακώνω] αυτός που δεν χτυπήθηκε με το καμάκι «ακαμάκωτο χταπόδι» … Dictionary of Greek
θυννάζω — (Α) [θύννος] 1. χτυπώ τόνο με καμάκι, καμακώνω 2. μτφ. κεντρίζω, κεντώ … Dictionary of Greek
ιχθυβολώ — ἰχθυβολῶ, έω (Α) [ιχθυβόλος] χτυπώ ψάρια, καμακώνω … Dictionary of Greek
καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… … Dictionary of Greek
καμακίζω — καμάκισα, καμακίστηκα, καμακισμένος, και καμακώνω καμάκωσα, καμακώθηκα, καμακωμένος, ψαρεύω με καμάκι: Το καμάκωσε το ψάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)